ηιώ

ηιώ
ἠϊῶ, -όω (Α) [ήια (Ι)]
προμηθεύω, εφοδιάζω με τροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”